- ωδή
- Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η ελληνική ω. ήταν μονωδική (με σύντομες στροφές, συνήθως τετράστιχες) ή προορισμένη για χορωδία (χωρισμένη σε τρία μέρη που ξαναγύριζαν στροφή, αντιστροφή και επωδός από τα οποία τα δύο πρώτα ήταν μετρικά ίσα μεταξύ τους και το τρίτο ίσο με τις άλλες επωδούς της ίδιας στροφής). Ω. έγραψαν οι μεγαλύτεροι Έλληνες λυρικοί ποιητές (Αλκαίος, Σαπφώ, Αλκμάν, Ανακρέων, Πίνδαρος). Στη Ρώμη όπου συνηθέστερα λεγόταν cαrmen, η ω. καλλιεργήθηκε από τον Κάτουλο και τον Οράτιο και ακολούθησε ως προς τη μορφή το ελληνικό πρότυπο.
Τα κλασικά πρότυπα ακολουθήθηκαν στην Ιταλία κατά την περίοδο του ουμανισμού: οι Τζαν Τζόρτζιο Τρισίνο, Λουίτζι Αλαμάνι κ.ά. μιμήθηκαν την πινδαρική ω. και, μέσω του Πιερ Ρονσάρ, του αναγεννητή της γαλλικής ποίησης τον 16o αι., μετέφεραν στη Γαλλία τον όρο ω. και την αγάπη για τον Πίνδαρο. Toν 16o αι. άλλοι Ιταλοί ποιητές, όπως ο Μπερνάρντο Τάσο, στράφηκαν προς τον Οράτιο, από τον οποίο προήλθε και η συνήθεια της μουσικής επεξεργασίας της ω. Καλλιεργήθηκε επίσης από τον Γερμανό λόγιο Κόνραντ Κέλτις, τον Αυστριακό συνθέτη Πέτρους Τριτόνιους και τον Ελβετό συνθέτη Λούντβιχ Σενφλ.
Aυτό το είδος της λυρικής ποίησης εξακολούθησε να σημειώνει επιτυχία στην ευρωπαϊκή ποίηση και πάντα ως προϊόν της κλασικής. Από τις αναρίθμητες ω. που γράφτηκαν στα πιο διαφορετικά μέτρα, οι ω. της εποχής της Αρκαδίας (με σύντομους στίχους) άρχισαν με τα ποιήματα του Τσαμπρέρα και έφτασαν σε νέα τελειότητα μορφής και περιεχομένου με τον Παρίνι. Κατά την ίδια περίοδο σημείωσαν επίσης μεγάλη επιτυχία οι ω. του Ρουσό. Toν 19o αι. το είδος διαδόθηκε σε ευρύτατη κλίμακα στην Ιταλία, κυρίως με τον Φόσκολο, τον Μαντσόνι, τον Λεοπάρντι, τον Καρντούτσι (τους οποίους ακολούθησαν οι Πάσκολι και Ντ’ Ανούντσιο), στη Γαλλία με τον Βίκτορ Ουγκό, στην Αγγλία με τους Γουέρντζουερθ, Κόλεριτζ, Κιτς και Σέλεϊ, στη Γερμανία με τους Κλόπστοκ, Άουγκουστ φον Πλάτεν και Χέλντερλιν, στην Ισπανία με τον Μανουέλ Χοσέ Κιντάνα και τον Χοσέ δε Εσπρονσέδα. Στην Ελλάδα πρέπει να αναφέρουμε κυρίως τον Ανδρέα Κάλβο, του οποίου οι Ωδές οφείλουν ένα μέρος της έμπνευσής τους στα νεοκλασικά ρεύματα της Ιταλίας (συνδέθηκε στενά με τον Φόσκολο) και στον εικονοπλαστικό θησαυρό του Πινδάρου.
(Μουσ.) Στη μουσική οι νεότερες ω. είναι συνήθως για σόλο, χορωδίες και ορχήστρα. Περίφημοι συνθέτες του είδους αναδείχθηκαν οι Χέντελ, Πάρσελ και Μπετόβεν, του οποίου περίφημη είναι η Ωδή στη χαρά, σε στίχους Σίλερ (τέταρτο μέρος της ενάτης συμφωνίας). Από τις ω. του 20ού αι. πολύ γνωστή είναι και η Ωδή στον Ναπολέοντα (1943) του Σένμπεργκ.
* * *η / ᾠδή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ᾠδά Α1. (γενικά) λυρικό άσμα, μελοποιημένο ποίημα, τραγούδι2. (ειδικά) λυρικό ποίημα στο οποίο εκφράζονται με έξαρση τα αισθήματα τού ποιητήνεοελλ.ύμνος, αίνος («ωδή τής χαράς»)νεοελλ.-μσν.εκκλ. σύστημα τροπαρίων συντεθειμένων στον ίδιο ρυθμόαρχ.1. χαρμόσυνος ύμνος («λύπας πολυχόρδοις ᾠδαῑς παύειν», Ευρ.)2. φαιδρό άσμα3. σατυρικό ή σκωπτικό ποίημα4. μαγικό άσμα, επωδή5. θρήνος6. η ενέργεια τού άδω7. η φωνή τών πτηνών8. (μετων.) χορδή9. φρ. «ᾠδὴ κιθαρῳδική» — άσμα για κιθάρα (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἀοιδή* (< ἀείδω «τραγουδώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.